προαγωγέας

προαγωγέας
ο / προαγωγεύς, -έως, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ.
νέο ειδικό κέντρο τού οπερονίου που επισημάνθηκε με γενετικές και βιοχημικές μεθόδους
μσν.-αρχ.
αυτός που προάγει, που οδηγεί κάπου, προαγωγός
αρχ.
1. (για τον θεό) ο δημιουργός
2. συλλέκτης χρηματικών εισφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαγωγός + κατάλ. -εύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαγωγέας — προαγωγέᾱς , προαγωγεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγεύς — ὁ, ΜΑ βλ. προαγωγέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”