- προαγωγέας
- ο / προαγωγεύς, -έως, ΝΜΑνεοελλ.βιολ.νέο ειδικό κέντρο τού οπερονίου που επισημάνθηκε με γενετικές και βιοχημικές μεθόδουςμσν.-αρχ.αυτός που προάγει, που οδηγεί κάπου, προαγωγόςαρχ.1. (για τον θεό) ο δημιουργός2. συλλέκτης χρηματικών εισφορών.[ΕΤΥΜΟΛ. < προαγωγός + κατάλ. -εύς].
Dictionary of Greek. 2013.